- βαθύκαρπος
- βᾰθῠ-καρπος, ον,A rich in fruits,
εἰρήνη IG3.170
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰρήνη IG3.170
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυκάρπου — βαθύκαρπος rich in fruits masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek